- προγκίζω
- προγκίζω και προγκάω πρόγκιξα, προγκισμένος1. μτβ., με φωνές αποδιώχνω: Πρόγκα τα πρόβατα να πάνε πέρα.2. κοροϊδεύω, αποδοκιμάζω με φωνές: Μόλις ανέβηκε στο βήμα, τον πρόγκιξε το πλήθος.3. φέρνομαι βάναυσα, διώχνω κάποιον, τον αποπαίρνω: Ήρθε να μου ζητήσει αύξηση και τον πρόγκιξα.4. αμτβ., τρομάζω, ξαφνιάζομαι: Πέταξε το πουλί και το άλογο πρόγκιξε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.